μεριστά

μεριστά
μεριστά̱ , μεριστής
divider
masc nom/voc/acc dual
μεριστής
divider
masc voc sg
μεριστής
divider
masc nom sg (epic)
μεριστός
divided
neut nom/voc/acc pl
μεριστά̱ , μεριστός
divided
fem nom/voc/acc dual
μεριστά̱ , μεριστός
divided
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεριστάς — μεριστά̱ς , μεριστής divider masc acc pl μεριστά̱ς , μεριστής divider masc nom sg (epic doric aeolic) μεριστά̱ς , μεριστός divided fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστάν — μεριστά̱ν , μεριστής divider masc acc sg (epic doric aeolic) μεριστής divider masc acc sg μεριστά̱ν , μεριστός divided fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”